αριστουργώ

αριστουργώ
ἀριστουργῶ (-έω) (Μ) [αριστουργός]
κατασκευάζω άριστα έργα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αριστούργημα — το (Μ ἀριστούργημα) [αριστουργώ] το αριστοτέχνημα, το υπέροχο έργο νεοελλ. 1. (κατ επέκταση) χαρακτηρισμός κάθε έξοχου πράγματος 2. (με το άρθρο) το άριστο από τα έργα κάποιου 3. (ως επιφώνημα, εκδηλώνει θαυμασμό) υπέροχα, έξοχα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”